- πεντηκοστολόγος
- πεντηκοστολόγοςcollector of themasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοστολόγος — ὁ, Α (στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο … Dictionary of Greek
πεντηκοστολόγοι — πεντηκοστολόγος collector of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολόγοις — πεντηκοστολόγος collector of the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολόγους — πεντηκοστολόγος collector of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολόγων — πεντηκοστολόγος collector of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολογώ — έω, Α [πεντηκοστολόγος] εισπράττω τον φόρο τής πεντηκοστής … Dictionary of Greek
πεντηκοστολόγιον — τὸ, Α [πεντηκοστολόγος] ο τόπος όπου εισπράττονταν ο φόρος τής πεντηκοστής … Dictionary of Greek